εισεπειτα

εισεπειτα
    εἰσέπειτα
    εἰσ-έπειτα
    adv. (чаще раздельно) впоследствии, после, впредь Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εισεπειτα" в других словарях:

  • εισέπειτα — εἰσέπειτα (Α) επίρρ. κατόπιν, μετά ταύτα …   Dictionary of Greek

  • εἰσέπειτα — for hereafter indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσέπειθ' — εἰσέπειτα , εἰσέπειτα for hereafter indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσέπειτ' — εἰσέπειτα , εἰσέπειτα for hereafter indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»